- λαγχάνω
- και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω)περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού 'λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.)νεοελλ.παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» — λέγεται για τους ολιγαρκείςνεοελλ.-μσν.1. τυχαίνω, συμβαίνω από σύμπτωση, από τύχη («σέ μένα έλαχε κι αυτό το κακό;»)2. (ο β' τ.) λαχαίνωσυναντώ τυχαία, απαντώ («να μην τόν λάχω μπροστά μου»)3. (ως απρόσ.) λαχαίνειγίνεται τυχαία, συμβαίνει κατά τύχη, συμπτωματικά («μην έλαχε να τόν δεις;»)μσν.(ως απρόσ.) αρμόζει(μσν. -αρχ.) πέφτω στο μερίδιο κάποιου, αναλογώ («ἐς ἑκάστην [νῆα] ἐννέα λάγχανον αἶγες», Ομ. Οδ.)αρχ.1. παίρνω ως μερίδιο, αποκτώ με κλήρο (α. «ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεί», Ομ. Ιλ.β. «ἔλαχ' ἄναξ δούλην σ' ἔχειν», Ευρ.)2. (για θεούς) κατέχω και προστατεύω χώρα την οποία έλαβα κατά τη διανομή τής γης («θοοῑσιν, οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι», Ηρόδ.)3. (για πρόσ.) ορίζομαι με κλήρο, βγαίνω με κλήρο (α. «τὸν πάλῳ λαχόντα», Ηρόδ. β. «πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι», Ομ. Ιλ.)4. τραβώ κλήρο («κατάστασις ή διὰ τοῡ λαγχάνειν γιγνομένη», Ισοκρ.)5. κάνω κάποιον μέτοχο σε κάτι6. γίνομαι κάτοχος, αποκτώ κάτι («ἔλαχον κτερέων», Ομ. Οδ.)7. παίρνω με κληρονομιά, κληρονομώ8. (στην Αθήνα για τους δημόσιους άρχοντες) παίρνω κάποιο αξίωμα με κλήρο, εκλέγομαι με κλήρωση (α. «καὶ ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων καὶ λάχη βασιλεύς», Λυσ.β. «ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν», Ηρόδ.)9. φρ. (στους Αττικούς ως δικαστικός όρος) «λαγχάνω δίκηνπαίρνω την άδεια να παρουσιάσω αγωγή, ενάγω, προσάγω σε δίκη κάποιον («τὸ ἔγκλημα ὅ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχ. τ. είναι λέ-λογχ-α (παρακμ.) και λαχ-εῖν (αόρ.), που ανάγονται πιθ. σε θ. *longh-και *lngh-, αντιστοίχως. Από τον αόρ. λαχεῖν (έλαχον) σχηματίστηκε ο ενεστ. τ. λαγχάνω κατά το λαμβάνω* (< λαβεῖν). Οι άλλοι τ. λήξομαι (μέλλ.), εἴληχα (παρακμ.) σχηματίστηκαν αναλογικά προς τους αντίστοιχους τ. τού λαμβάνω (λήψομαι, εἴληφα). Το θ. λαχ- απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Λαχέμοιρος, Λάχης, Αντίληξις). Ο νεοελλ. τ. λαχαίνω < αόρ. έλαχα (πρβλ. τυχαίνω < έτυχα).ΠΑΡ. αρχ. Λάχεσις, λάχη, λαχμός, λάχος, λήξις, λόγχηνεοελλ.λαχείο, λαχνός.ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιλαγχάνω, αντιλαγχάνω, απολαγχάνω, διαλαγχάνω, εκλαγχάνω, επιλαγχάνω, καταλαγχάνω, μεταλαγχάνω, παραλαγχάνω, προκαταλαγχάνω, προλαγχάνω, προσλαγχάνω, συγκαταλαγχάνω, συλλαγχάνω].
Dictionary of Greek. 2013.